- κόμβα
- κόμβα,A = κορώνη (Polyrrhen.), Hsch. [full] κομβακεύομαι, = κόμπους λέγω, Id. [full] κόμβαλα· παίγματά τινα, Id. [full] κόμβησαν· ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσαν, Id., Cyr. [full] κομβίζων· φυσῶν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.